- σφαλιστός
- σφαλιχτός, ή , ό закрытый; запертый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφαλιστός — σφαλιστός, ή, ό και σφαλιχτός, ή, ό κλειστός: Τα παράθυρα ήταν σφαλιστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαλιστός — και σφαληχτός και σφαλιχτός, ή, ό, Ν 1. κλεισμένος, κλειστός 2. περιορισμένος. επίρρ... σφαλιστά και σφαληχτά και σφαλιχτά Ν κλειστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφαλιστός < σφαλίζω, ενώ τα επίθ. σφαληχτός/ σφαλιχτός < σφαλώ / σφαλίζω, κατά το… … Dictionary of Greek
κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… … Dictionary of Greek
πολυκλήϊστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς δεσμούς, πολλούς συνδέσμους 2. (κατ επέκτ.) στέρεος, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κληϊστός, ιων. τ. τού κλειστός «κλειδωμένος, σφαλιστός»] … Dictionary of Greek
σφαληχτά — Ν επίρρ. βλ. σφαλιστός … Dictionary of Greek
σφαληχτός — ή, ό, Ν βλ. σφαλιστός … Dictionary of Greek
σφαλιστά — Ν επίρρ. βλ. σφαλιστός … Dictionary of Greek
σφαλιχτά — Ν επίρρ. βλ. σφαλιστός … Dictionary of Greek
σφαλιχτός — ή, ό, Ν βλ. σφαλιστός … Dictionary of Greek